- φιλανθρωπευθέντες
- φιλανθρωπεύομαιact humanelyaor part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλανθρωπεύομαι — Α [φιλάνθρωπος] (αποθ.) 1. φέρομαι με φιλανθρωπία 2. (μτβ.) α) καθιστώ κάποιον φιλάνθρωπο β) (με αιτ. προσ. και πράγματος) κάνω μια φιλανθρωπική πράξη για κάποιον γ) (με αιτ. πράγματος) παρέχω κάτι με φιλανθρωπική διάθεση 3. (το αρσ. τής μτχ. παθ … Dictionary of Greek